Ἀμβροσίας — Ἀμβροσίᾱς , Ἀμβροσία immortality fem acc pl Ἀμβροσίᾱς , Ἀμβροσία immortality fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμβροσίοδμος — ἀμβροσίοδμος, ον (Α) αυτός που αποπνέει άρωμα αμβροσίας τη λ. χρησιμοποιεί και ο Κάλβος «και σεις χρυσά, και σεις αμβροσίοδμα ρόδα τού παραδείσου ελικωνίου» (από το Προοίμιον προς τας Μούσας). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβροσία + οδμος < ὀδμή αρχαιότερος… … Dictionary of Greek
Αιγείρου, δήμος — Νέος δήμος (4.418 κάτ.) του νομού Ροδόπης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αιγείρου, Νέας Καλλίστης και Φαναρίου, οι οποίες καταργήθηκαν, καθώς και από τους συνοικισμούς Αρωγή, Γλυφάδα, Μέση,… … Dictionary of Greek
Ιάσμου, δήμος — Νέος δήμος (6.614 κάτ.) του νομού Ροδόπης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αμβροσίας, Ιάσμου και Σάλπης, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο Ίασμος … Dictionary of Greek
АФАНАСИЙ I — (ок. 1235, Адрианополь ок. 1315, К поль), свт. (пам. 24 окт. и в Соборе Афонских святых, пам. греч. 28 окт.), Патриарх К польский (14 окт. 1289 16 окт. 1293, 23 июня 1303 сент. 1309). Род. в семье благочестивых родителей Георгия и Евфросинии. При … Православная энциклопедия